- σφυράω
- Νβλ. σφυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφυράω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), σφύριξα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: σφυράω : ο αόριστος σφύριξα επικρατεί λόγω ισοδυναμίας με το σφυρίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφυράω — βλ. σφυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek
τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 … Dictionary of Greek
τσαμπουνώ — Ν 1. παίζω την τσαμπούνα 2. μτφ. α) κλαψουρίζω β) μωρολογώ, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσαμπουνίζω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω)] … Dictionary of Greek
σφυρίζω — σφυρίζω, σφύριξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. σφυράω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής